Το πρόγραμμα "Ανακαλύπτοντας το παρελθόν" σχεδιάστηκε το 2003.
Το πρόγραμμα επικεντρώνεται στην πορεία των αντικειμένων από την ανασκαφή έως την έκθεσή τους στο μουσείο, έτσι ώστε να κατανοήσουν οι μαθητές την έννοια της αρχαιολογίας και της ανασκαφικής δραστηριότητας, καθώς και τους λόγους ύπαρξης ενός μουσείου μέσα από την παρατήρηση αντικειμένων, την οπτική επαφή με τα αντικείμενα (πιστά αντίγραφα των αυθεντικών), την καταγραφή των αντικειμένων και τη βιωματική προσέγγιση.
Ειδικότερα, το πρόγραμμα αποσκοπεί στην κατανόηση του τρόπου ανακάλυψης των αντικειμένων του παρελθόντος, της μεθόδου άντλησης πληροφοριών από τα αντικείμενα, της ερμηνευτικής πρακτικής, της έννοιας και του ρόλου ενός μουσείου (μελέτη, καταγραφή, αποθήκευση, φύλαξη και έκθεση), των μεθόδων και του σκοπού της συντήρησης ενός αντικειμένου, του τρόπου και του σκεπτικού πίσω από μια μουσειακή έκθεση, ώστε να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές ότι η οργάνωση έκθεσης αποτελεί συλλογική εργασία. Στοχεύει επίσης στη συνειδητοποίηση του πολυδιάστατου ρόλου του μουσείου και της συμβολής του στη διαφύλαξη της κοινωνικής και πολιτισμικής μνήμης.
Για την ενεργοποίηση των μαθητών επιλέχτηκαν ως μέθοδοι η συζήτηση με ερωταποκρίσεις και η εργασία σε ομάδες. Με τους τρόπους αυτούς επιτυγχάνεται η ενεργητική συμμετοχή των μαθητών σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος, ώστε η επίσκεψη στο Μουσείο να είναι ευχάριστη και ξεχωριστή εμπειρία. Δημιουργούνται έτσι οι ενεργοί μελλοντικοί επισκέπτες των μουσείων, που γνωρίζουν να αντλούν πληροφορίες από τα αντικείμενα και να πραγματοποιούν ολοκληρωμένες επισκέψεις σε χώρους πολιτισμού.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα "Ανακαλύπτοντας το παρελθόν" ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2005. Απευθύνεται σε ένα σχολικό τμήμα κάθε φορά (έως 25 μαθητές) της Στ' Δημοτικού, της Α' και της Β' Γυμνασίου και διαρκεί περίπου 2 ώρες. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και πραγματοποιείται στο χώρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων από δύο αρχαιολόγους-μουσειοπαιδαγωγούς.
Στο πρώτο μέρος του προγράμματος γίνεται η γνωριμία τω μαθητών με τις μουσειοπαιδαγωγούς, μια σύντομη ενημέρωση σχετικά με το Μουσείο και έπειτα οι μαθητές πληροφορούνται γενικά για την επιστήμη της αρχαιολογίας, τη σύγχρονη ανασκαφική πρακτική και την έννοια του μουσείου με τη χρήση εποπτικού υλικού (φωτογραφίες) και τη διαλογική συζήτηση. Αφού ολοκληρωθεί η συζήτηση, οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες και οδηγούνται στο χώρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, η κάθε ομάδα αποτελεί ένα δημιουργικό εργαστήριο (καταγραφή-αρχαιολόγοι, συντήρηση-συντηρητές, μουσειακή έκθεση-αρχαιολόγοι, μουσειολόγοι, αρχιτέκτονες και ενημέρωση -δημοσιογράφοι).
Στο στάδιο αυτό, μέσω της εργασίας σε ομάδες, της ανάληψης ρόλων, της παρατήρησης και της απτικής επαφής με αντικείμενα, της έρευνας με φύλλα εργασίας και της εξαγωγής συμπερασμάτων βάσει της μελέτης δεδομένων, οι μαθητές καλούνται να κατανοήσουν, μεταξύ άλλων, τον τρόπο εργασίας και τις μεθόδους των παραπάνω επαγγελμάτων, τη λογική και το σκοπό της καταγραφής των μουσειακών αντικειμένων, την εκπαιδευτική και μορφωτική διάσταση του μουσείου.
Στο επόμενο στάδιο, η κάθε ομάδα παρουσιάζει τα αποτελέσματα της έρευνάς της στους υπόλοιπους, ώστε να ενημερωθούν όλοι οι μαθητές για την εργασία των ομάδων και να ασκηθούν στον προφορικό λόγο κοινοποιώντας το έργο τους στους συμμαθητές τους.
Τέλος, το πρόγραμμα κλείνει με τη συμπλήρωση από τους μαθητές και τους συνοδούς εκπαιδευτικούς ενός ερωτηματολογίου αξιολόγησης του προγράμματος. Μετά δίνεται στον εκπαιδευτικό ένα "έντυπο για τον εκπαιδευτικό", όπου περιγράφεται το σκεπτικό και η δομή του προγράμματος και μια αναμνηστική αφίσα για την τάξη του.
Η σημασία του εκπαιδευτικού προγράμματος έγκειται στο ότι καθιστά την επίσκεψη πολύπλευρη και ευχάριστη εμπειρία για τους συμμετέχοντες μέσα από την ανάπτυξη γνωστικών, ψυχοκινητικών και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων.
Χρηματοδότης:
Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης