Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης από την Εφορείας μας των εκσκαφών που πραγματοποιούνταν από την εργολήπτη ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε. στη χάραξη της Εγνατίας Οδού, στην ανωτέρω θέση και στις διατομές Δ 111-Δ118 εντοπίστηκαν αρχαιολογικά λείψανα με συνοχή που μας οδήγησαν σε διενέργεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας εφόσον μάλιστα στην έκταση αυτή πρόκειται να πραγματοποιηθεί τελικά όρυγμα για λόγους εξυγίανσης του εδάφους, αν και ο δρόμος θα είναι σε επίχωμα.
Πρόκειται για τις εγκαταστάσεις του παλαιού οικισμού περιόδου τουρκοκρατίας που υπήρχε στην περιοχή. Ο οικισμός, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιστορικού Αρχείου Βεροίας μαρτυρείται με την ίδια ονομασία του σύγχρονου οικισμού Ασώματα τουλάχιστον από τις αρχές του 16ου αι. Η ανωτέρω έκταση έχει διαταραχτεί από εκτεταμένες επεμβάσεις της σύγχρονης περιόδου (κατασκευή νεκροταφείου, διάνοιξη δρόμων, περισυλλογή οικοδομικού υλικού για το κτίσιμο του νέου οικισμού).
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής όλες οι πληροφορίες καταχωρούνται σε ημερολόγια, περισυλλέγονται τα κινητά ευρήματα, αποτυπώνονται τα ακίνητα ευρήματα στις διαδοχικές φάσεις ανεύρεσής τους και φωτογραφίζονται σε ασπρόμαυρο φίλμ και slides. Επίσης πραγματοποιείται τοπογραφική αποτύπωση των οικοδομικών λειψάνων.
Η ανασκαφή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι μας δίδει τη δυνατότητα διερεύνησης ενός σπάνιου δείγματος ανασκαφέντος οικισμού της πρώϊμης Τουρκοκρατίας. Η μελέτη των ευρημάτων θα μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη μορφή και τη χωροταξική οργάνωση μικρών ημιορεινών οικισμών αυτής της περιόδου σε σύγκριση με αντίστοιχους οικισμούς της Βαλκανικής και της μεσογειακής λεκάνης (ακόμη και με την Εγγύς Ανατολή) και στις σχέσεις με τους οικισμούς της υστεροβυζαντινής και οψιμότερης μεταβυζαντινής περιόδου.
Στη θέση Μαυρομουριά Ασωμάτων κατά τη διάρκεια του έτους 2001 ανασκάφηκαν οκτώ κτίρια σε αποσπασματική κατάσταση διατήρησης. Πρόκειται σχεδόν στο σύνολό τους για οικίες.
Όλα τα κτίρια που εντοπίστηκαν είναι δίχωρα (κτίρια Α,Γ,Δ,Ε,ΣΤ,Η) εκτός από το κτίριο Β που είναι τρίχωρο και το κτίριο Ζ που ήταν αρχικά μονόχωρο και σε μια μεταγενέστερη φάση έγινε προσθήκη ενός δεύτερου χώρου ανατολικά. Επίσης τα κτίρια Ε και Ζ συνδέθηκαν σε μία μεταγενέστερη φάση με το δίχωρο κτίριο ΣΤ προς διεύρυνση του κατοικήσιμου χώρου.
Οι δυτικοί τοίχοι των κτιρίων Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Ζ εφάπτονται και θεμελιώνονται στο βράχο και μόνο σε μία περίπτωση, στο κτίριο Δ, όλοι οι τοίχοι του κτιρίου θεμελιώνονται στο βράχο.
Στα κτίρια Α, Β, Γ, Δ εντοπίστηκαν κόγχες-εστίες. Οι κόγχες αυτές είναι λιθόκτιστες ημικυκλικές (κτίρια Α, Γ, Δ) και ορθογώνιες (κτίρια Β, Γ, Δ), ενώ μία ημικυκλική λαξευμένη βρίσκεται στο κτίριο Δ, δωμάτιο 2. Σε όλες τις κόγχες οι βάσεις είναι στρωμένες με πηλό με εξαίρεση την ημικυκλική κόγχη του κτιρίου Γ, που η βάση της είναι λιθόκτιστη και την ορθογώνια του κτιρίου Β που αποτελείται από δύο επίπεδους λίθους που καλύπτονται με πηλό.
Το δάπεδο των κτιρίων, όπου εντοπίστηκε, είναι κατά κανόνα πήλινο (στρώσεις πατημένου πηλού) εκτός από το μικρό τμήμα δαπέδου που διατηρήθηκε στο κτίριο Β στο δωμάτιο 1, όπου το δάπεδο αποτελείται από τμήματα επίπεδων κεραμίδων, ίσως και πλακών καλυμμένων με ασβεστοκονίαμα. Τα πήλινα δάπεδα που διατηρούνται μπροστά από τις κόγχες (με εξαίρεση την κόγχη του κτιρίου Α) φέρουν ίχνη καύσης επιφανειακά. Υποθέτουμε ότι ίσως στις κόγχες τοποθετούσαν και κινητά σκεύη μαγειρέματος.
Στη νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου Η αναπτύσσεται αγωγός λιθόκτιστος από πωρόλιθους, μήκους 3,40μ. προσανατολισμού Β-Ν και ανατολικά αυτού υπαίθρια κινστέρνα, μικρών διαστάσεων κατά προσέγγιση 2,05Χ1,84μ.
Η τοιχοποιία όλων των κτιρίων αποτελείται από ακανόνιστους κυρίως πωρόλιθους (τοπικής προέλευσης), λίγους κοινούς λίθους (σιδερόπετρες) και οφιόλιθους (τοπικής προέλευσης). Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιείται η λάσπη αναμεμιγμένη με θραύσματα κεραμίδων. Σε κάποιους τοίχους των κτιρίων παρεμβάλλονται σε τυχαίες θέσεις (σε οριζόντιους και κατακόρυφους αρμούς) κεραμίδες. Σε μία μόνο περίπτωση στο βόρειο τοίχο του δωματίου 2 του κτιρίου Α βρέθηκαν ίχνη ξυλοδεσιάς.
Στην ανασκαφή έλαβε μέρος η κ. Πολατίδου Μαρία, αρχαιολόγος του έργου, ενώ τα σχέδια εκπόνησαν οι σχεδιάστριες κ.κ. Μαρία Σασκαλίδου (11ης Ε.Β.Α.) και Αριάδνη Βέκιου - Λιανίδου (σχεδιάστρια έργου).
Στην ίδια θέση κατά τη διάρκεια του έτους 2002 στις διατομές 118 - 123, σε έκταση 1490 τ. μ., ΝΔ εκείνης που ερευνήθηκε προγενέστερα (Δ111 - 118), όπου και είχαν αποκαλυφθεί οκτώ κτίρια.
Πιο συγκεκριμένα στην ανωτέρω έκταση εντοπίστηκαν σε αποσπασματική κατάσταση διατήρησης δύο κτιριακά συγκροτήματα οικισμού μεταβυζαντινής περιόδου (όψιμος 15ος-17ος αι). Πρόκειται για τρία κτίρια, εννέα στεγασμένους χώρους, τρεις υπαίθριους χώρους και τρία τμήματα περιβόλων. Από τα κτίρια που εντοπίστηκαν τα δύο είναι δίχωρα (κτίρια Θ, Ι) και το τρίτο (κτίριο Κ) είναι τρίχωρο. Το κτίριο Θ έχει στα ΒΑ ένα μικρό βοηθητικό χώρο, ενώ στο κτίριο Ι σε μια μεταγενέστερη φάση έγινε προσθήκη ενός τρίτου χώρου ανατολικά. Οι υπόλοιποι χώροι είναι μονόχωροι (χώροι I,II,III,IV,VI,VII,VIII,IX) και σύμφωνα με τα πρώτα συμπεράσματα δεν έχουν ταυτιστεί ακόμη με κτίρια. Οι δυτικοί τοίχοι του δωματίου 2 και τμήμα του Δωματίου 1 του κτιρίου Α, καθώς και οι δυτικοί τοίχοι του δωματίου 1 και 2 του κτιρίου Κ, ο δυτικός τοίχος του υπαίθριου χώρου III και ο δυτικός τοίχος του χώρου IX εφάπτονται σε βράχο. Ο δυτικός και νότιος τοίχος του δωματίου 2 του κτιρίου Θ αποτελούνται από λαξευμένο βράχο (πουρί), μέχρι ένα ύψος, πάνω από το οποίο εδραζόταν κτιστός τοίχος. Οι τοίχοι θεμελιώνονται άλλοι σε βράχο, άλλοι σε χώμα και άλλοι και στα δύο ακολουθώντας την κλίση του εδάφους. Στα κτίρια Ι και Κ, καθώς και στον ανατολικό τοίχο του βοηθητικού χώρου του κτιρίου Θ εντοπίστηκαν κόγχες-εστίες. Οι κόγχες αυτές είναι λιθόκτιστες ημικυκλικές (κτίριο Κ) και ορθογώνιες (κτίριο Ι και βοηθητικός χώρος του κτιρίου Θ). Οι βάσεις στις κόγχες του κτιρίου Κ και του βοηθητικού χώρου του κτιρίου Θ είναι στρωμένες με πηλό, ενώ η βάση του κτιρίου Ι είναι λαξευμένη στο βράχο (οφιόλιθο).
Στο δυτικό τοίχο του χώρου Ι εντοπίστηκαν δύο μικρές, ορθογώνιες βοηθητικές κόγχες για εναπόθεση αντικειμένων και μία ακόμη ορθογώνια μεγαλύτερη (εστία), η οποία κλείστηκε μεταγενέστερα.
Το δάπεδο των κτιρίων, όπου εντοπίστηκε, είναι κατά κανόνα πήλινο. Η τοιχοποιία των κτιρίων είναι όμοια μ΄εκείνη των κτιρίων που αποκαλύφθηκαν κατά το προηγούμενο έτος.
Στην ανασκαφή έλαβαν μέρος οι έκτακτες αρχαιολόγοι του έργου κ. κ. Μαρία Πολατίδου, Φωτεινή Καμανά και Ιωάννα Πεσιρίδου. Τη σχεδιαστική αποτύπωση πραγματοποίησαν η σχεδιάστριες κ. κ. Μαρία Στεργιοπούλου (11ης Ε.Β.Α.) και Αριάδνη Βέκιου - Λιανίδου (έκτακτη σχεδιάστρια έργου)
Χρηματοδότης: EΓΝΑΤΙΑ Α.Ε.