Συνεχίστηκε η ανασκαφική έρευνα στον Σταυρό Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των εργασιών κατασκευής του δικτύου αποχέτευσης του οικισμού, έργο που πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ2007-2013. Το έργο εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ2014-2020 και συνεχίζεται.
Ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο περιοχές του οικισμού, στη θέση Άγιοι Θεόδωροι που βρίσκεται μεταξύ Άνω και Κάτω Σταυρού, και στον Κάτω Σταυρό, στην περιοχή των σχολείων.[1]
Άγιοι Θεόδωροι
Η ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε στις 25-5-2016 και ολοκληρώθηκε στις 30-6-2016 λόγω λήξης της απόφασης αυτεπιστασίας του υποέργου. Στη διάρκειά της ερευνήθηκαν συνολικά είκοσι δύο μέτρα στην ανώνυμη οδό με προσανατολισμό Α-Δ (κλάδος 35 του δικτύου αποχέτευσης) που βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων, στη συνέχεια των αρχικών εφτά των οποίων η έρευνα ολοκληρώθηκε κατά το 2015[2]. Τα αρχαία βρέθηκαν σε όλο σχεδόν το μήκος της οδού, ενώ στο ανατολικότερο άκρο της αποκαλύφθηκε κοίτη χειμάρρου.
Κατά το 2016 αποκαλύφθηκαν άλλοι πέντε τάφοι, δύο βαθείς κιβωτιόσχημοι με τοιχώματα λασπόκτιστα και τρεις καλυβίτες, που συμπληρώνουν ένα σύνολο δεκατριών τάφων (εικ. 1). Οι ταφές ήταν ακτέριστες και μόνο στην εσωτερική επίχωση του ενός κιβωτιόσχημου τάφου βρέθηκε σταυρόσχημη χάλκινη πόρπη του τέλους του 4ου –αρχών του 5ου αιώνα που είναι πιθανό να προέρχεται από προηγούμενη διαταραγμένη ταφή και ίσως χρονολογεί έτσι την αρχική κατασκευή και χρήση του τάφου. Η χρονολόγηση του νεκροταφείου δεν μπορεί να βασιστεί σε κατασκευαστικά στοιχεία ενώ τα πενιχρά ευρήματα τοποθετούν την έναρξη της χρήσης του κάπου στον 5ο αιώνα. Η περιοχή συνεχίζει μάλλον να χρησιμοποιείται ως νεκροταφείο σε όλη τη διάρκεια των πρώιμων βυζαντινών χρόνων.
Αυτό που είχε διαφανεί από το προηγούμενο ανασκαφικό έτος, η ύπαρξη στρώματος καταστροφής των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, επιβεβαιώθηκε κατά τη διάνοιξη των υπολοίπων μέτρων του αγωγού. Οι τάφοι των πρώιμων βυζαντινών χρόνων διαταράσσουν σε μήκος 13 περίπου μέτρων, στην κορυφή του υψώματος που καταλαμβάνει το εκκλησάκι, ένα στρώμα καταστροφής κτιρίου από το οποίο αποκαλύφθηκαν τμηματικά θεμελιώσεις τοίχων και κατασκευών. Αποκαλύφθηκε το ανατολικό πέρας του κτιρίου (εικ. 2) και τμήματα κατασκευών και εσωτερικών τοίχων (εικ. 3-4) δυτικότερα που δεν προσφέρουν όμως σαφή εικόνα για την κάτοψη του κτιρίου. Τα οικοδομικά κατάλοιπα της φάσης αυτής είναι πολύ αποσπασματικά και η συνολική εικόνα ελλιπής κυρίως λόγω της διαταραχής που έχει προκληθεί από την κατασκευή των μεταγενέστερων τάφων και του σύγχρονου δικτύου ύδρευσης. Είναι όμως σαφές ότι όλοι οι τοίχοι και οι κατασκευές καλύπτονταν από ένα ενιαίο στρώμα καύσης και καταστροφής με την κεραμική να το χρονολογεί στο τέλος του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Η τυπολογία της υποδεικνύει τυπική οικοσκευή με αγγεία καθημερινής χρήσης, σερβιρίσματος και αποθήκευσης. Προβληματική είναι η μεγάλη ποσότητα υπολειμμάτων από επεξεργασία μεταλλευμάτων (σιδηρόμαζες, υαλόμαζες) που υποδεικνύουν βιοτεχνική δραστηριότητα, αν όχι στο ίδιο το κτίριο, σίγουρα σε άμεση γειτνίαση.
Στην περιοχή που καταλάμβανε το ανατολικό τμήμα του κτιρίου και ανατολικότερα αυτού, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μίας προγενέστερης φάσης κατοίκησης. Το δάπεδο χρήσης είναι ο φυσικός βράχος όπου είχαν ανοιχτεί ορύγματα, το δάπεδο των οποίων καλύπτεται από τεφρό στρώμα (εικ. 5). Η μορφή των ορυγμάτων δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί λόγω της στενότητας του χώρου και της επικάλυψής τους από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της φάσης των ελληνιστικών χρόνων.
Η κεραμική είναι αποκλειστικά χειροποίητη και δεν προσφέρει σαφή χρονολογικά στοιχεία. Τα όστρακα προέρχονται από αγγεία με χοντρά τοιχώματα, κατασκευασμένα από πηλό με πάρα πολλές και μεγάλου μεγέθους προσμείξεις και αδρή ανοιχτόχρωμη επιφάνεια. Τα μόνα ενδεικτικά ευρήματα αποτελούν τροπιδώσεις από φιαλόσχημα αγγεία και τμήμα ειδωλίου που παραπέμπουν στη νεολιθική περίοδο, αλλά τα ολιγάριθμα ευρήματα και η περιορισμένη έκταση της ανασκαφής καθιστούν οποιαδήποτε συμπεράσματα για τη χρονολόγηση επισφαλή.
[1] Βλ. Χρονικά 2015 για την ανασκαφική έρευνα κατά το προηγούμενο έτος και για την έρευνα στην περιοχή του Σταυρού κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
[2] Στην ανασκαφή εργάστηκαν οι αρχαιολόγοι Φωτεινή Λύρου, Αταλάντη Μπέτσιου και Κωνσταντίνος Κατσίκης.