Η έρευνα στο νεολιθικό οικισμό των Βασιλικών ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2013 στο πλαίσιο του υποέργου «Αρχαιολογικές Έρευνες και Εργασίες» του έργου ΕΣΠΑ «Βελτίωση του επιπέδου οδικής ασφάλειας στον οδικό άξονα Θεσσαλονίκη – Πολύγυρος (Ε.Ο. 16), τμήμα Θέρμη – Γαλάτιστα (NR16.10 – 1620)». Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2015. Διερευνήθηκε συνολικά μια στενή λωρίδα μήκους περί τα 3μ. και βάθους από 1.20 έως 3 μ. Η άμεση γειτνίαση με την εθνική οδό και η υψηλή επικινδυνότητα του έργου μας απέτρεψε από κάθε εργασία που δεν ήταν απολύτως απαραίτητη για την ολοκλήρωση και παράδοσή του[i].
Η έκταση του οικισμού έχει υπολογιστεί περί τα 180 στρέμματα στο πλαίσιο της επιφανειακής έρευνας του Ανθεμούντα[ii], ενώ το βάθος των επιχώσεων ξεπερνάει τα 5,5 μέτρα, στο σημείο τουλάχιστον που έφτασε η ανασκαφική έρευνα του Γραμμένου στις αρχές της δεκαετίας του 1980[iii].
Στη διάρκεια του 2013-14 διερευνήθηκαν τμήματα του οικισμού σε όλο το μήκος του έργου, ενώ διανοίχτηκαν σε τακτά διαστήματα φρεάτια με μεγάλο βάθος. Τα όρια του οικισμού διερευνήθηκαν με δοκιμαστικές τομές και διαπιστώθηκε ότι στα δύο άκρα, βόρεια και νότια, οι επιχώσεις καλύπτονται από στείρα στρώματα. Ο οικισμός σχηματίζει τούμπα, η οποία λόγω της μεγάλης έκτασής της και της διάβρωσης των επιχώσεων, ενδεχομένως δε και της δράσης των αλλουβιακών επιχώσεων του ποταμού Ανθεμούντα, δεν είναι εμφανής εύκολα στο χώρο. Ωστόσο μετρήθηκε σημαντική υπερύψωση από τη γύρω περιοχή, που ξεπερνάει επιφανειακά τα 6 μέτρα.
Κατά το 2015 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές εργασίες στο νότιο τμήμα του έργου. Η γενική εικόνα που έχει ήδη παρουσιαστεί για τον οικισμό δεν τροποποιείται σημαντικά. Επιβεβαιώνεται η εναλλαγή ανοικτών και κλειστών χώρων. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία λάκκων διαφόρων μορφών, που είτε κόβουν τα οικιστικά στρώματα, είτε διαμορφώνουν τους ανοικτούς χώρους, όπου συνήθως τοποθετείται και η πλειονότητα τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών.
Κατά το 2014 μεγάλο χρονικό διάστημα αφιερώθηκε στην έρευνα της τομής 135, όπου εντοπίστηκαν διαδοχικά οικιστικά στρώματα. Ένα από αυτά διέσωζε έντονο στρώμα καταστροφής που ωστόσο διαταράχτηκε σε μεγάλο βαθμό από λάκκους. Το στρώμα αυτό, που κάλυπτε το εσωτερικό οικήματος, διαπιστώθηκε ότι ορίζεται στα βόρεια από πλινθόκτιστο τοίχο. Ανατολικά και νότια οι εξωτερικοί τοίχοι δεν εντοπίστηκαν, καθώς θα βρίσκονταν εκτός των ορίων των σκαμμάτων, η παρουσία τους όμως συνάγεται από την απουσία κλίσης στα εντοπισμένα στρώματα. Η συνέχεια και το τέλος του κτίσματος εντοπίστηκε κατά το 2015 στη γειτονική τομή 134. Ο νότιος τοίχος εντοπίστηκε σε μικρή απόσταση από το βόρειο όριο της τομής και το συνολικό μήκος του κτίσματος γνωρίζουμε πλέον ότι ξεπερνούσε τα 7μ. Βρέθηκε η συνέχεια του στρώματος καταστροφής και η νότια άκρη του κτίσματος, όπου διασώζονταν ακέραιο ένα μεγάλο μέρος από την οικοσκευή (Εικ. 1).
Ο τοίχος που ορίζει το κτίσμα από τα νότια έχει κατεύθυνση Α-Δ και σώζει τρεις σειρές από πλιθιά διαφορετικής σύστασης και χρώματος πηλού, ενώ οι αρμοί είναι από γκριζωπό πηλό και το επίχρισμα κίτρινο. Στο άκρο αυτό του κλειστού χώρου μέσα σε λιγότερο από δύο τετραγωνικά μέτρα διασώθηκε μέσα στο στρώμα καταστροφής ένα σημαντικό σύνολο από το απόθεμα του κτίσματος σε καρπούς και σπόρους, μαζί με αγγεία, τμήματα από πήλινες κατασκευές, πλιθιά και διάφορα απανθρακωμένα οργανικά υλικά (Εικ. 2-3).
Περισυλλέχθηκαν απανθρακωμένα, ξερά σύκα που διατηρούνται σε άριστη κατάσταση (Εικ. 4). Πρόκειται για ένα εύρημα που δεν είναι σπάνιο, ωστόσο είναι από τα αρχαιότερα στον ελλαδικό χώρο, αφού το στρώμα με βάση την κεραμική χρονολογείται στη ΝΝΙ. Παραδείγματα σύκων υπάρχουν από ανασκαφές της Βόρειας Ελλάδας, όπως το Μακρύγιαλο, το Ντικιλί Τας, τη Μάκρη κ.α.[iv], ωστόσο εδώ διασώθηκαν σε μεγάλη ποσότητα. Καλλιεργημένα ή άγρια, ήταν αποθηκευμένα μέσα στο οίκημα για να χρησιμοποιηθούν ως τροφή για τον άνθρωπο ή τα ζώα.
Στον ίδιο χώρο, μέσα στο στρώμα καταστροφής εντοπίστηκε λίθινο απολεπισμένο εργαλείο μεγάλων διαστάσεων. Το πλάτος του φτάνει τα 5εκ. και το μήκος του τα 19,5 εκ. μαζί με τα διάσπαρτα τμήματα που συλλέχθηκαν και συγκολλήθηκαν. Το ξεχωριστό αυτό εργαλείο από πυριτόλιθο είναι ένα εύρημα πρωτοφανές για τον ελλαδικό χώρο.
Νότια του τοίχου που ορίζει το πέρας του οικήματος, σε χώρο που ερμηνεύεται ως ανοικτός, διερευνήθηκε τμήμα ενός μεγάλου λάκκου, τα όρια του οποίου ξεπερνούν τα αυτά της ανασκαφικής τομής. Στην ουσία πρόκειται για μια ευρεία κοιλότητα, όπου εναποτίθενται υλικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι αποθέσεις χρονολογούνται μετά την καταστροφή του παρακείμενου οικήματος και αποτελούνται από πολύ λεπτά στρώματα τα οποία παρουσιάζουν κατωφερική κλίση προς νότο. Ανάμεσα εντοπίζονται διάφορες στρώσεις που μπορούν να ερμηνευτούν ως δάπεδα από κιτρινωπό πηλό, ενώ υπάρχουν και άλλες στρώσεις καστανοκόκκινου πηλού ανάμεσα σε γκρίζα και μαύρα στρώματα με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακες και οργανικά υλικά (Εικ. 5). Περιείχαν πολλά ευρήματα, κεραμική, οστά, εργαλεία και αποστρογγυλεμένα όστρακα. Τα ευρήματα και η στρωματογραφία δείχνουν ότι έχουμε έναν χώρο που χρησιμοποιείται συστηματικά για απόρριψη από τους κατοίκους του οικισμού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης χρήσης του συχνά φαίνεται να ισοπεδώνεται ή να σφραγίζεται με δάπεδα και ενδεχομένως να στεγάζεται πρόχειρα.
Οι ανοικτοί χώροι συνεχίζονται προς τα νότια, όπου ερευνήθηκαν μεγάλοι αποθέτες και θερμικές κατασκευές σε υπαίθριους χώρους. Μεγάλη έκταση καταλαμβάνει ένας λάκκος που σκάφτηκε εν μέρει αφού οι επιχώσεις του συνεχίζονται εκτός του έργου. Η επίχωσή του αποτελείται από επάλληλα στρώματα πεσμένων οικοδομικών υλικών που εναλλάσσονται με λεπτές στρώσεις καύσης και στάχτης (Εικ. 6). Έχει κοινά στοιχεία με τον μεγάλο αποθέτη που εξετάσαμε παραπάνω και προφανώς αποδέχεται τα απορρίμματα κάποιων φάσεων του οικισμού. Συνδέονται τουλάχιστον σε κάποιες φάσεις της μακρόχρονης χρήσης τους με γειτονικές περιοχές θερμικών κατασκευών (Εικ. 7). Στο υπόλοιπο τμήμα του οικισμού που ερευνήθηκε φέτος διαπιστώθηκε η συνεχής εναλλαγή ανοικτών και κλειστών χώρων με πολύ αποσπασματική διατήρηση.
Η κεραμική από τον οικισμό έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα αγγειοπλαστικής. Ο κύριος όγκος των ευρημάτων χρονολογείται στην πρώιμη φάση της νεότερης νεολιθικής ΝΝΙ. Από τα χαρακτηριστικά σχήματα και κεραμικές κατηγορίες της ΝΝ επικρατούν οι μαύρες στιλβωμένες φιάλες με γραπτή λευκή διακόσμηση, αλλά και εγχαράξεις ή κυματισμούς στην επιφάνεια. Συχνή είναι η παρουσία των μελανοστεφών με πρόσθετη διακόσμηση γραπτή ή πλαστική. Χαρακτηριστικά για την ίδια περίοδο τα αγγεία με αμαυρόχρωμη δακόσμηση, ενώ εντοπίστηκαν και λίγα όστρακα με διακόσμηση τσακράν αλλά και διακόσμηση με στιλβωτήρα. Πιο μεγάλα αγγεία με αδρές επιφάνειες υπάρχουν, όπως και πίθοι, όχι σε πολύ μεγάλα ποσοστά, καθώς και αβαφείς φιάλες.
Λίγα όστρακα του τύπου «rolled rim» δηλώνουν την πιθανή παρουσία παρακείμενων φάσεων της τελικής νεολιθικής που δεν έχουν έως τώρα εντοπιστεί ανασκαφικά. Τα ευρήματα αυτά προέρχονται κυρίως από επιχώσεις των μεγάλων απορριμματικών λάκκων και συνυπάρχουν με παλιότερα ευρήματα.
Από τους λάκκους επίσης προέρχεται και ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδωλίων. Τα εργαλεία και αντικείμενα από οστό είναι πολλά σε αριθμό, ενώ η λιθοτεχνία απολεπισμένου λίθου είναι περιορισμένη και χαρακτηρίζεται από ποικιλία πρώτων υλών, όχι πάντα τοπικών. Ανάμεσα στα λίθινα λειασμένα εργαλεία ξεχωρίζει το τμήμα ενός κρανιοθραύστη, πολλά κοσμήματα και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα διάτρητα αντικείμενα, βαρίδια κλπ. Τέλος βρέθηκε μια μοναδική σφραγίδα, στη σφραγιστική επιφάνεια της οποίας αποδίδεται το θέμα των ομόκεντρων κύκλων, πολύ συνηθισμένο κατά την εποχή αυτή.
[i] Στην ανασκαφική έρευνα εργάστηκαν οι αρχαιολόγοι Τριάδα Κουτούκου, Ανδρέας Πετράτος και Μαργαρίτα Τηλελή και ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Αντωνίου. Συνεργάστηκε η μικρομορφολόγος Στέλλα Κυριλλίδου. Τα ευρήματα συντηρήθηκαν από το συντηρητή της ΕΦΑΠΕΘ Αργύρη Θάνο και τη συντηρήτρια Ελένη Κωτούλα. Για τα αρχικά στάδια της ανασκαφής βλ. στο Παππά Μ., Βλιώρα Ε. & Νανόγλου Σ. : Ανασκαφικές έρευνες στην Κοιλάδα του Ανθεμούντα, 2013. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 27, 2013 (ετοιμάζεται) και Παππά Μ., Νανόγλου Σ., Ευθυμιάδου Μ και Δ. Ασημακόπουλος, Ανασκαφικές έρευνες στην Κοιλάδα του Ανθεμούντα, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 28, 2014 (ετοιμάζεται).
[ii] Σ. Ανδρέου, Μ. Παππά και J. Czebreszuk, Αρχαιολογικό πρόγραμμα κοιλάδας του Ανθεμούντα: περίοδοι 2010-2011, ΑΕΜΘ 25, 2011, υπό εκτύπωση.
[iii] Γραμμένος Δ., Νεολιθικές έρευνες στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία ( 1991) 30-31, 36-37.
[iv] Βαλαμώτη Σ.-Μ., Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα, σ. 210 κ.ε. University Studio Press. Θεσσαλονίκη 2009.