Βιογραφικό Χάρη Κακαρούχα
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Χαρτογραφία, Θεωρία και Οπτική Αντίληψη του Χρώματος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης (M.Sc.). Τα τελευταία 16 χρόνια ασχολείται με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Είναι υποψήφιος Διδάκτωρ στο τμήμα Art & Design του Πανεπιστημίου του Derby. Έχει ασχοληθεί με Art Therapy πάνω στο οποίο παραδίδει σεμινάρια.
Κύριες Φωτογραφικές Εκθέσεις (Ομαδικές)
Πολιτιστικό Κέντρο Αθήνας, 1992, 1994, 1996
Spilibergo, Βενετία, Ιταλία, 1997
Σπίτι της Κύπρου, 1998
Fototeca de Cuba, Αβάνα, 1998
La Casa Elizalde, Βαρκελώνη, Ισπανία, 2000
Περούτζια, Ιταλία, 2002
National Portrait Gallery, Λονδίνο, 2003
Κύριες Φωτογραφικές Εκθέσεις (Ατομικές)
Φωτογραφικός Κύκλος, Αθήνα, 1994 & 2000
Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου, Αθήνα, 1997
Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, 2003
Μουσείο Μπενάκη, 2006
Λίγα λόγια για την έκθεση από την κα. Νίνα Κασσιανού
Στην έκθεση «Το Ημερολόγιο της Κούβας» του Χάρη Κακαρούχα παρουσιάζονται έργα από την έκδοση «Μετέωρος Χρόνος, Κούβα».
Χάρης Κακαρούχας
Σύμφωνα με τον διαχωρισμό του John Szarkowski η φωτογραφία είναι πότε ένα ανοιχτό παράθυρο μέσα από το οποίο κοιτάμε τον κόσμο και πότε ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο κοιτάμε, και ταυτόχρονα μέσα από τον οποίο ανασύρουμε τον εαυτόν μας. Ο Χάρης Κακαρούχας ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και με αυτόν τον τρόπο χειρίζεται το θέμα των φωτογραφιών που εμπεριέχονται στο βιβλίο του: «Μετέωρος Χρόνος, Κούβα» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Apeiron Photos. Άλλωστε ο ίδιος αναφέρει σε μια συνομιλία του με τον Ian Jeffrey ότι «για μένα, φωτογραφίζω σημαίνει αναγνωρίζω στην έξωθεν πραγματικότητα το εντός μου και δεν εννοώ το εγώ μου, αλλά το κέντρο μου, τον εαυτόν μου». Ο Χάρης Κακαρούχας είναι Χαρτογράφος και τα τελευταία 12 χρόνια ασχολείται με τη καλλιτεχνική φωτογραφία. «Ο Μετέωρος Χρόνος. Κούβα», κέρδισε το European Publishers Award, το σημαντικότερο πανευρωπαϊκό βραβείο φωτογραφικού λευκώματος και αυτή την περίοδο κυκλοφορεί συγχρόνως στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Γερμανία και στην Ελλάδα από την Apeiron Photos Είναι η πρώτη του μεγάλη μονογραφία και περιλαμβάνει φωτογραφίες από τα επανειλημμένα ταξίδια του επί μια διετία στην Κούβα. Έχουν προηγηθεί «Τα Μονοπάτια του Χρόνου» από τις εκδόσεις Φωτοχώρος, Μικρή Σειρά.
Αλλά γιατί επέλεξε τη Κούβα; «Εξακολουθώ να μην είμαι απόλυτος για τους λόγους, αφού θα μπορούσα εξίσου να είχα επισκεφτεί τη Μπαία, την Αϊτή, ή τον Άγιο Δομίνικο. Αυτό που κυρίως αναζητούσα ήταν ένας τόπος που να ζει στο μύθο. Αυτόν της σοσιαλιστικής ουτοπίας και τον μύθο ως έκφραση πνευματικής αλήθειας…» εξομολογείται ο φωτογράφος.
Η Κούβα, απλά μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί για τον Κακαρούχα το μέσον έκφρασης των υποκειμενικών αναγκών του και με αυτή την έννοια οι εικόνες του συνθέτουν ένα προσωπικό ημερολόγιο καταγραφής των ιδιαίτερων συναντήσεων του με πρόσωπα και πράγματα κατά τη περιπλάνηση του στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Με εξαίρεση την παρουσία ελάχιστων εξωτερικών λήψεων το ενδιαφέρον του εντοπίζεται στη φωτογράφηση εσωτερικών χώρων μέσα στους οποίους συνθέτει πορτρέτα από ανθρώπους όλων των ηλικιών που τους παρουσιάζει σε φυσικές στάσεις. Παράλληλα με τα πορτρέτα στρέφει τη ματιά του σε κοινότοπα στοιχεία των χώρων, στρωμένα κρεβάτια, απλωμένα πολύχρωμα υφάσματα, αέρινες γάζες, εικόνες κρεμασμένες σε φθαρμένους τοίχους, πολύχρωμες ταπετσαρίες, και προσωπικά χρηστικά αντικείμενα της καθημερινότητας.
Πρόσωπα και πράγματα είναι απόλυτα παραδομένα, και παρασυρμένα στη τελετουργία της φωτογράφησης. Οι εικόνες μοιάζουν με θεατρικά σκηνικά όπου το θέμα προβάλλει «μαλακά» από το βάθος και συναντά το βλέμμα του θεατή.
Οι φωτογραφίες είναι παρουσιασμένες μέσα σε φυσικό εσωτερικό φως που άλλοτε αναδύει τις φιγούρες μέσα από το σκοτάδι της λήθης και άλλοτε αφήνει κάποιες φωτεινές ακτίνες να αγγίξουν θωπευτικά το θέμα. Σε πολλά πορτρέτα Κουβανών το φως τρεμοπαίζει στα σώματα τους και αποκαλύπτει ανάγλυφα το εύθραυστο της ύπαρξης τους. Ακόμα και τα πράγματα που πλαισιώνουν το χώρο τα εργαλεία της δουλειά τους, τα προσωπικά τους αντικείμενα περνούν την ίδια σιωπηλή διαδικασία μετάλλαξης από το σκοτάδι στο φως.
Αυτές οι λεπτές τονικές μεταβάσεις στα πρόσωπα και στα αντικείμενα προσφέρουν μια συμπύκνωση στιγμών, μια εικόνα του χρόνου που το φως ανατέλλει και δύει διαδοχικά.
Με την πρώτη ματιά μπορεί κανείς να διακρίνει ότι οι φωτογραφίες του Χάρη Κακαρούχα δεν είναι φωτογραφίες δρόμου. Σε αυτού του είδους τη φωτογραφία τα συμβάντα είναι φευγαλέα και ακολουθούν μια αλληλουχία συνδυασμών που εκτείνεται στο διηνεκές. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο φωτογράφος καλείται να δώσει τη δική του διάσταση στο χρόνο τοποθετούμενος μέσα σε ένα πλήθος αποφασιστικών επιλογών. Στις φωτογραφίες του Κακαρούχα ο «οικείος» οριοθετημένος χώρος που επιλέγει υποδηλώνει μεγαλύτερη στασιμότητα και δυνατότητα επανάληψης. Δίνει την ευκαιρία μιας ενδελεχούς μελέτης προσώπων και αντικειμένων και προσφέρει την δυνατότητα μύησης στα μυστικά τους.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο φωτογράφος περπατώντας στους δρόμους της Κούβας επεδίωκε τη γνωριμία ανθρώπων και αναζητούσε ένα κάλεσμα στα σπίτια και στους χώρους τους για να μπορέσει να εξασφαλίσει τις απαραίτητες για τη δουλειά του συνθήκες «οικειότητας».
Στο γνωστό έργο του γερμανού φωτογράφου August Sander «ο άνθρωπος του 20ου αιώνα» το οποίο συνιστά μια μνημειώδη τυπολογική καταγραφή κάθε πορτρέτο του είναι ένας ανθρώπινος τύπος, ένα επάγγελμα, μια ιδιότητα στον μικρόκοσμο ενός χωριού στη Μεσοπολεμική Γερμανία, εμποτισμένος με όλη «ρητορική» του περίγυρου του. Στις φωτογραφίες του Sander συναντά κανείς την εποχή τα κοστούμια και τα σκηνικά ενός πραγματικού θιάσου με όλους τους ρόλους σε εκτενή ανάπτυξη την ίδια στιγμή επί σκηνής.
Συγκριτικά οι εικόνες του Χάρη Κακαρούχα δεν αναλύουν δεν σχολιάζουν, δεν τυποποιούν τους εικονιζόμενους. Οι άνθρωποι κοιτούν το φακό αυτοκυριαρχημένοι και ανεπηρέαστοι αλλά διστάζουν να συνθέσουν την εικόνα τους εαυτού τους Τα πρόσωπα δεν αποκαλύπτουν κανένα μυστικό, δεν έχουν τίποτα να εξομολογηθούν. Είναι απτά και άμεσα δεν ενσαρκώνουν τίποτε άλλο πέρα από τη παρουσία τους, μοιάζουν απορροφημένα από το βλέμμα του φωτογράφου βυθισμένα σε μια πλήρη σωματική ευδαιμονία. Πρόσωπα και αντικείμενα «λειτουργούν περισσότερο σαν παρουσίες παρά σαν αναπαραστάσεις».
Τα βλέμματα σε όλα σχεδόν τα πορτρέτα αγκαλιάζουν τον θεατή οπουδήποτε στέκεται και τον ακολουθούν όπου και αν κινείται. Επιτυγχάνεται θα λέγαμε μια «συνάντηση βλεμμάτων» ανάμεσα στους εικονιζόμενους και τον θεατή.
Τα κορεσμένα χρώματα των φωτογραφιών προσδίδουν βαρύτητα στις έγχρωμες εικόνες του «Μετέωρου Χρόνου». Ακολουθούν την πορεία της απομάκρυνσης από την φυσική άμεσα αναγνωρίσιμη χρωματολογία που αποτελεί μία από τις λιγοστές διόδους επικοινωνίας με την αφαιρετικότητα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Τα κορεσμένα χρώματα οδηγούν σε αυτό που πολύ καίρια ο Ian Jeffrey στο κείμενο του βιβλίου αποκαλεί «Πόθο των ματιών». Οι μυστηριακοί κόσμοι των ορέξεων και των ηδονών φαίνεται ότι ενισχύονται από την εμμονή σε αυτές τις χρωματικές πυκνότητες.
Οι εικόνες είναι όμορφες αλλά δεν τις αντιμετωπίζουμε απλά ως μια «αισθητική εμπειρία». Έχουν μια πολύ πιο ουσιαστική αξία αφού μας καλούν να αισθανθούμε και να κατανοήσουμε τον τρόπο που αισθάνθηκε και κατανόησε τόσο ο ίδιος ο φωτογράφος όσο και τα αντικείμενα τα οποία δημιούργησαν τις εικόνες.
Η εργασία του Χάρη Κακαρούχα μας επαναλαμβάνει ότι δεν χρειάζεται κανείς να καταφεύγει σε τεχνάσματα έξω από τη φύση της φωτογραφίας για να πρωτοτυπήσει και να εντυπωσιάσει αλλά αρκεί να χειριστεί τα δεδομένα του μέσου για να φτάσει στο ζητούμενο, δηλαδή στην υπέρβαση της περιγραφής χρησιμοποιώντας την αλήθεια του.
Νίνα Κασσιανού