Το αρχαϊκό νεκροταφείο του Φαλήρου είναι γνωστό από τοτέλος του 19ου αιώνα. Σημειακές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1911και 1915 αποκάλυψαν μία ιδιάζουσα ομαδική ταφή καταδίκων που εκτελέστηκαν με«αποτυμπανισμό» εντάσσοντας το νεκροταφείο στη διεθνή βιβλιογραφία.
Στο πλαίσιο κατασκευής του "Κέντρου ΠολιτισμούΊδρυμα Σταύρος Νιάρχος" διεξήχθησαν εκτεταμένες σωστικές ανασκαφικές έρευνεςαπό την Εφορεία Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων, με τη χρηματοδότηση τουΙδρύματος Σταύρος Νιάρχος, κατά τα έτη 2012 – 2013 και 2015 έως τον Μάρτιο2016. Έκτοτε, η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται με τη χρηματοδότηση τουΥπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί 1885 ταφές σε έκταση δέκαανεσκαμμένων στρεμμάτων. Η πλειονότητα αφορά σε λακκοειδείς τάφους, ενώ ακολουθούνοι εγχυτρισμοί, οι ταφικές πυρές, οι κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι λάρνακες και οιταφές ζώων. Μοναδική περίπτωση είναι η διατήρηση ταφής νεαρού ατόμου εντόςξύλινης θήκης, που κατασκευάστηκε αρχικά ως λιμναία βάρκα. Ιδιαίτερο εύρημααποτελούν οι μεμονωμένες ή ομαδικές ταφές ατόμων που υπέστησαν βίαιο θάνατο καιεντοπίστηκαν διάσπαρτες σε όλη την έκταση του νεκροταφείου.
Η ευρύτερη περιοχή ταυτίζεται με το γνωστό από την αρχαίαγραμματεία φαληρικό «Αλίπεδον», την ελώδη έκταση στα δυτικά και βόρεια τουφαληρικού όρμου. Πράγματι, επάλληλα υγρογεωλογικά επεισόδια καταγράφονται στηνστρωματογραφία της ανασκαφής και δηλώνουν ότι η περιοχή μετατρεπόταν κατάπεριόδους σε υφάλμυρο βάλτο περιβαλλόμενο από αμμοθίνες από την πλευρά τηςθάλασσας.
Το νεκροταφείο χωροθετήθηκε στην απόληξη της οδού πουοδηγούσε από το Άστυ στον κύριο λιμένα του, ο οποίος έχασε αργότερα την πρωτοκαθεδρίατου από τα τρία λιμάνια της πειραϊκής χερσονήσου. Αναπτύχθηκε στον άξονανοτιοανατολικά προς βορειοδυτικά σε μια λωρίδα πλάτους 200 μέτρων από το τέλοςτου 8ου αι. π.Χ έως τις αρχές του 4ου αι. π. Χ.
Η μακροχρόνια χρήση του χώρου, αλλά και το αμμώδες έδαφοςπου άλλαζε εύκολα ανάγλυφο με τις καιρικές συνθήκες, είναι τα αίτιααλληλοεπικάλυψης των ταφών με αποτέλεσμα την αναμόχλευση, επανάχρηση ή καικαταστροφή των πρωιμότερων τάφων.
Ηανθρωπολογική μελέτη των σκελετών ενός τόσο μεγάλου δείγματος πληθυσμού εκπαραλλήλου με τη μελέτη της ταφονομίας και των νεκρικών προσφορών καικτερισμάτων των ταφών αναμένεται να φωτίσει μία σημαντική εποχή της ιστορίαςτης Αθήνας, αλλά και πτυχές λίγο πολύ άγνωστες των συνθηκών διαβίωσης τωνανθρώπων του συνόλου της κοινωνικής πυραμίδας, όπως είναι η διατροφή, οι ασθένειες, το προσδοκώμενο ζωής, η παιδικήθνησιμότητα. Τέλος, αναμένεται να προσθέσει ή να επιβεβαιώσει τα όσα γνωρίζουμεαναφορικά με τα ταφικά έθιμα και τις δοξασίες της εποχής για το πέρασμα από τηζωή στο θάνατο.