Ο λόρδος Έλγιν ναύλωσε στις αρχές του 19ου αιώνα, τουλάχιστον τρία πλοία για να μεταφέρουν, τόσο τις αρχαιότητες, που είχε αφαιρέσει από διάφορα μνημεία, όσο και τα προσωπικά του αντικείμενα. Ένα από το πλοία αυτά, το μπρίκι ΜΕΝΤΩΡ, μεταφέροντας ένα μέρος των γλυπτών, που είχαν αφαιρεθεί από μνημεία της Ακρόπολης και της Αθήνας, βυθίζεται τον Σεπτέμβριο του 1802 λόγω κακοκαιρίας στο κόλπο του Αγίου Νικολάου, έξω από το λιμάνι του Αβλέμονα, στα Κύθηρα. Το βυθισμένο πλοίο αποτέλεσε από τότε το επίκεντρο πολλών ναυαγιαιρεσιών και ερευνών. Αρχικά για την ανέλκυση του φορτίου, ύστερα από εντολή του ιδίου του Λόρδου Έλγιν, ενώ στη συνέχεια, από το 1875 μέχρι και σήμερα, έγιναν διάφορες αυτοψίες και έρευνες, τις περισσότερες φορές λόγω των φημών, ότι υπάρχουν ακόμα «μάρμαρα» στο χώρο του ναυαγίου.
Οι πρόσφατες συστηματικές υποβρύχιες έρευνες της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (2009 και 2011-2017) (φωτ. 1, 2), επικεντρώθηκαν κυρίως στο 25% των υφάλων του πλοίου, που διασώζεται ακόμα σε αρκετά καλή κατάσταση. Πρόκειται για ένα τμήμα μήκους 10,60 μ και πλάτους 5,70 μ. (φωτ. 1). Ο Μέντωρ, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο μητρώο της Lloyd's του 1801, ήταν μπρίκι (δίστηλο ιστιοφόρο) κατασκευασμένο περίπου το 1788 στην Αμερική, νηολογημένο στο Λονδίνο ως εμπορικό πλοίο (constant trader). Ήταν κατασκευασμένο από βελανιδιά και κέδρο (live oak & cedar) και καλυμμένο εξωτερικά με φύλλα χαλκού (sheathed with copper), η χωρητικότητα του ήταν 114 τόνοι. Είχε ένα κατάστρωμα, και ένα βαθύ και ευρύχωρο το αμπάρι (single deck with deep waist). Το πλοίο έφερε οπλισμό 6-12 κανονιών και σύμφωνα με την καταγραφή του μητρώου, τόσο το πλοίο όσο και ο εξαρτισμός του ήταν το 1801, σε καλή κατάσταση.
Αν και κατά την πρώτη ναυαγιαιρεσία, που διενεργήθηκε αμέσως μετά τη βύθισή του κατ'εντολή του Λόρδου Έλγιν και στην διάρκεια της οποίας ανελκύσθηκε το φορτίο του πλοίου, αλλά και μεγάλος μέρος από τον εξαρτισμό του, όπως τα κανόνια, οι βοηθητική βάρκα, τα πανιά και τα σχοινιά, και παρόλο το γεγονός ότι το ναυάγιο, λόγω του μικρού βάθους στο οποίο βρίσκεται και του ότι η θέση του είναι γνωστή και επομένως γίνεται αντικείμενο, παράνομων ενεργειών, οι πρόσφατες συστηματικές έρευνες, έφεραν στο φως σημαντικά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Τα αντικείμενα, που έχουν μέχρι τώρα ανελκυσθεί από το χώρο του ναυαγίου, μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερεις κατηγορίες: 1) αντικείμενα που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα και τον εξαρτισμό του πλοίου, 2) αντικείμενα που έχουν σχέση με τη διαβίωση στο πλοίο του και προσωπικά αντικείμενά των επιβατών και του πληρώματος, 3) αντικείμενα που σχετίζονται με τη άμυνα του πλοίου και τέλος 4) αντικείμενα, που αποτελούσαν, ίσως, μέρος του φορτίου του.
Από την περιοχή της πρύμνης του σκάφους, ανελκύσθηκαν αντικείμενα (εικ. 3, 4), που χρησιμοποιούσε το πλήρωμα και οι επιβάτες. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι ένα φορητό και δύο γυάλινα επιτραπέζια μελανοδοχεία, μία φορητή πυξίδα με χρυσή αλυσίδα κατασκευασμένη στο Λονδίνο, τέσσερα μικρά φιαλίδια αρωμάτων, επάργυρα δακτυλίδια, ρολόγια τσέπης, καπνοσύριγγες, δύο οστέινες βούρτσες δοντιών, οθωμανικά και αραβικά νομίσματα, όπως επίσης τρία χρυσά νομίσματα Ουτρέχτης (1756) (εικ. 5), ένα χρυσό ισπανικό νόμισμα του Φερδινάνδου VI (1758). Ακόμα ανελκύσθηκε ένας αρκετά σημαντικός αριθμός σκευών καθημερινής χρήσης όπως ποτήρια, φιάλες, δοχεία, που προφανώς ανήκαν στο πλοίο και χρησίμευαν για τη διατροφή και τη διαβίωση του πληρώματος και των επιβατών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ένα σύνολο τουλάχιστον 80 κυλινδρικών φιαλών οίνου με ψηλό λαιμό από πράσινο γυαλί. Αλλά και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως μία χάλκινη βάση και μία υποδοχή κηροπηγίου, γυάλινοι κρύσταλλοι σε διάφορα σχήματα (σταγονόσχημοι, ακτινοειδείς, φακοειδείς) από τη διακόσμηση πολυέλαιου, ένα οστέινο καβαλάρη μουσικού οργάνου, οστέινα πιόνια σκακιού (φωτ. 6), οστέινα και μεταλλικά κομβία ενδυμάτων (φωτ. 7), και ένα ξύλινο μπροστά τμήμα συρταριού επίπλου. Ακόμα ορισμένα που θα μπορούσαν να σχετισθούν με συγκεκριμένα πρόσωπα που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο, όπως για παράδειγμα, ένας σφραγιδόλιθος με απεικόνιση πυροβόλου σε κιλλίβαντα, σφραγίδα που μάλλον ανήκε στον Υπολοχαγό John Squire, που ήταν αξιωματικός του πυροβολικού ή ακόμα η βάση στήριξης θεοδόλιχου, που πιθανώς ανήκε στο τοπογράφο - αρχαιολόγο William Leake (φωτ. 8).
Ακόμα ανελκύσθηκαν όργανα ναυσιπλοΐας (πυξίδα (φωτ. 9), δύο κλεψύδρες (φωτ. 10), ένας ναυτικός διαβήτης), αλλά και αντικείμενα που σχετίζονται με τον εξαρτισμό του πλοίου, όπως για παράδειγμα οι τουλάχιστον 15 τροχαλίες (φωτ. 11), που εντοπίσθηκαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, που μάλλον αντιστοιχούσε στο σημείο όπου βρίσκονταν το ένα από τα δύο κατάρτια του πλοίου.
Αν και τα κανόνια του πλοίου ανελκύσθηκαν το 1802, εντούτοις βρέθηκαν ορισμένες από τις σιδερένιες οβίδες τους, καθώς και τρείς μεταλλικές ρόδες ενός μικρού κιλλίβαντα κανονιού. Τα ευρήματα αυτά πιστοποιούν το βαρύ οπλισμό του πλοίου, που αναφέρεται και στην καταγραφή της Lloyd's του 1801. Βρέθηκε ακόμα φορητός οπλισμός και συγκεκριμένα τρείς πιστόλες (φωτ. 12) με ανάφλεξη από πυριτόλιθο δυτικής τεχνοτροπίας, ένας μεγάλος αριθμός μολύβδινων σφαιρών (βόλια) όπλων σε τουλάχιστον έξι διαφορετικά διαμετρήματα, ένας μεγάλος αριθμός πυριτόλιθων (τσακμακόπετρες) για τη ανάφλεξη των όπλων.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι και κάποια αρχαία αντικείμενα, που εντοπίσθηκαν στο χώρο του ναυαγίου, αντικείμενα που μπορούν μάλλον να συνδεθούν με προσωπικές συλλογές των επιβατών. Βρέθηκαν τουλάχιστον εννέα σχιστολιθικές πλάκες με απολιθώματα φυτών και ιχθύων, που κατά μία πρώτη εκτίμηση, προέρχονται από την περιοχή του Λιβάνου. Ακόμα βρέθηκαν δεκαεννέα αρχαία νομίσματα, ανάμεσα στα οποία ένας ασημένιος βοιωτικός στατήρας, ένα αθηναϊκό νόμισμα και ένα ασημένιο νόμισμα Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως και τέσσερεις ενσφράγιστες λαβές αρχαίων ροδιακών αμφορέων (φωτ. 13). Επίσης ανασύρθηκαν από το χώρο του ναυαγίου και δύο θραύσματα αιγυπτιακών γλυπτών. Πρόκειται για ένα θραύσμα κοιλιακής χώρας φαραωνικού αγάλματος, που χρονολογείται μάλλον την περίοδο του φαραώ Αμένωφι του 3ου, της 18ης δυναστείας (1386-1349 π.Χ.) και ένα δεύτερο θραύσμα, που σώζεται σε δύο τμήματα και ανήκει σε ανάγλυφη στήλη του θεού Ρα και χρονολογείται στην ύστερη Πτολεμαϊκή περίοδο (1ος αι. π.Χ.) (φωτ. 14). Τα δύο αυτά θραύσματα, κατά πάσα πιθανότητα είχαν τοποθετηθεί στο πλοίο ως έρμα, πρακτική ιδιαίτερα συχνή αυτή την περίοδο.
Στην υποβρύχια έρευνα συμμετείχαν αρχαιολόγοι, τεχνικοί, επαγγελματίες δύτες, εργατοτεχνίτες, μηχανολόγοι, συντηρητές και συγκεκριμένα οι: Αλέξανδρος Τούρτας, Δημήτρης Δημητρίου, Θεοτόκης Θεοδούλου, Brendan Foley, Κοσμάς Κορωναίος, Γιάννης Φαρδούλης, Gemma Smith, Phil Short, Αριστείδης Μιχαήλ, Μανώλης Τζεφρόνης, Scott Leimroth, Λουι Μερσενιέ, Πέτρος Τσαμπουράκης, Θεμιστοκλής Τρουπάκης, Άγγελος Τσοπανίδης, Μανουήλ Κουρκουμέλης, οι οδηγοί της ΕΕΑ Γιώργος Κωνσταντόπουλος, Χαράλαμπος Μαργαρώνης. Οι υποβρύχιες φωτογραφίες είναι του Γ. Φαρδούλη και του Αλεξ. Τούρτα, οι φωτογραφίες των ευρημάτων πριν και μετά τη συντήρηση είναι του Πέτρου Βεζυρτζή. Η συντήρηση των ευρημάτων γίνεται στα εργαστήρια της ΕΕΑ από την Χρύσα Φουσέκη, Τμηματάρχη του Τμήματος Συντήρησης, και τους συντηρητές Άγγελο Τσοπανίδη, και Αντιγόνη Λεάκου.
Η έρευνα, πέρα από το Υπουργείο Πολιτισμού έχει υποστηριχθεί από το Ίδρυμα Kytherian Research Group Inc, το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, την Ilios Shipping Co, και τον κ. Στάθη Τριφύλλη.