Η Εφορεία Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων (πρώην ΚΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α.) έχει στη χωρική της αρμοδιότητα το μεγαλύτερο τμήμα του έργου της Αττικό Μετρό ΑΕ «Επέκταση της Γραμμής 3: Χαϊδάρι-Πειραιάς». Πραγματοποίησε ανασκαφική έρευνα σε έκταση επιφάνειας 3.500 τ.μ., στην πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά, όπου πρόκειται να κατασκευαστούν οι κύριες εγκαταστάσεις του Σταθμού «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ»,
Η αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε τη διάνοιξη διερευνητικών τομών και ακολούθησε αποχωμάτωση από το κηπόχωμα των σύγχρονων παρτεριών της πλατείας. Η ανασκαφική διερεύνηση του χώρου πραγματοποιήθηκε από συνεργείο αποτελούμενο από έναν αρχαιολόγο, επτά έως εικοσιένα τεχνίτες ανασκαφής και έναν αρχιτέκτονα για τις αποτυπώσεις. Οι ανασκαφικές εργασίες προσαρμόστηκαν απόλυτα στον προγραμματισμό και το χρονοδιάγραμμα του έργου. Προκειμένου να ανασκαφθεί το εσωτερικό των υπόγειων κατασκευών (πηγαδιών, δεξαμενών) το προσωπικό κατέβαινε με σκάλα ή με ανυψωτικό μηχανισμό προσαρτημένο σε ειδικό τρίποδο. Οι εργασίες πραγματοποιούνταν υπό τεχνητό φωτισμό προβολέων, παροχετευόταν αέρας με αεραγωγό και σε επίπεδο χαμηλότερο του υδροφόρου ορίζοντα το νερό απομακρυνόταν με αντλία. Αφαιρέθηκαν οι επιχώσεις ανά στρώμα και αποκαλύφθηκαν οι αποθέσεις των απορριμμένων ευρημάτων. Με τη χρήση κουβά και τροχαλίας προσαρμοσμένης στο τρίποδο, οι επιχώσεις έφταναν στην επιφάνεια, όπου συλλέγονταν ανά ανασκαφική συνάφεια σε σάκκους. Τα χώματα ελέγχθηκαν με κόσκινο, αλλά και με εγκατάσταση επίπλευσης και συλλέχθηκαν τα ευρήματα. Η ανασκαφή των πηγαδιών έγινε τμηματικά, κατά επάλληλα επίπεδα ύψους 3μ, ακολουθώντας τις φάσεις τις γενικής εκσκαφής του έργου και σε απόλυτο συντονισμό με όλες τις τεχνικές εργασίες.
Αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων και δύο διασταυρούμενων δρόμων, που συμβάλουν στον προσδιορισμό της χάραξης του ιπποδαμείου πολεοδομικού συστήματος του αρχαίου Πειραιά. Τα οικιστικά κατάλοιπα διατηρήθηκαν σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση, κυρίως λόγω εκτεταμένων εκσκαφών για τη διαμόρφωση των παρτεριών και την φύτευση της πλατείας. Αντιθέτως διασώθηκαν οι υπόγειες κατασκευής υδροδότησης των οικιών.
Τα έργα ύδρευσης αποτελούν αναμφίβολα ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας. Κατασκευάστηκαν σε διαδοχικές ιστορικές περιόδους που συμπίπτουν με αντίστοιχες αλλαγές στις κοινωνικές δομές και στην οργάνωση της πόλης, ώστε να καλύπτουν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες υδροδότησης, με εναλλακτικές τεχνικές και επεμβάσεις στα προϋπάρχοντα έργα.
Ενώ τα επιφανειακά διασωθέντα κατάλοιπα ήταν ελάχιστα, διερευνήθηκε πλήθος υπόγειων κατασκευών ύδρευσης των οικιών. Εντοπίστηκαν είκοσι τρείς δεξαμενές αποταμίευσης όμβριων υδάτων, οκτώ συνδετήριες σήραγγες και εικοσιτέσσερα πηγάδια, καθώς και τμήμα ρωμαϊκού υδραγωγείου με τρία φρέατα επίσκεψης.
Τα πηγάδια έχουν τυπική διάμετρο 0,80μ πατήματα κάθετης πρόσβασης στα τοιχώματα. Φτάνουν σε βάθος 15-18μ από το έδαφος, έως υψόμετρο -1,50 με -2μ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας βρίσκεται σε απόλυτο υψόμετρο +3μ. Σε τουλάχιστον πέντε από αυτά βρέθηκε στον πυθμένα τους υλικό που χρονολογείται στα τέλη του 5ου και στον 4ο αι. π.Χ.. Τα περισσότερα πληρώθηκαν με υλικό απόρριψης μετά την καταστροφή του Σύλλα το 86 π.Χ.. Ανάμεσά τους βρέθηκαν οργανικά υλικά, όπως καρποί δέντρων και άφθονα αντικείμενα από ξύλο όπως δομικά υλικά, τμήματα επίπλων, σκεύη, τροχαλίες, αλλά και ένα ξύλινο άγαλμα. Επίσης διερευνήθηκαν έξι ημιτελή φρέατα, που πληρώθηκαν με υλικό που χρονολογείται στα τέλη του 5ου και στον 4ο αι. π.Χ..
Επί το πλείστον οι υπόγειες δεξαμενές έχουν θάλαμο ταμιευτήρα κωδωνόσχημο με μέγιστη διάμετρο από 3,20 έως 6 μ., στον οποίο οδηγεί ένα φρέαρ (λαιμός) ύψους 2-3μ. Διαμορφώθηκε κυκλικός λάκκος (αμμοσυλλέκτης) στο κέντρο του πυθμένα τους. Είναι όλες επιχρισμένες με υδραυλικό κονίαμα. Η κατασκευή τους χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., καθώς σε μία δεξαμενή, κάτω από τον πυθμένα της εντοπίστηκε πρωιμότερο σφραγισμένο πηγάδι, με κεραμική της εποχής. Κατά την ελληνιστική περίοδο συνενώθηκαν με σήραγγες δύο έως και τρεις δεξαμενές. Ενίοτε διανοίχθηκαν αδιέξοδες σήραγγες στις υπάρχουσες δεξαμενές για την αύξηση της χωρητικότητάς τους. Εγκαταλείφθηκαν στην ύστερη ελληνιστική περίοδο και πληρώθηκαν με υλικό μετά την καταστροφή του Σύλλα το 86 π.Χ.
Αποκαλύφθηκε τέλος ο αγωγός-σήραγγα ρωμαϊκού υδραγωγείου σε μήκος 95μ, με φορά Β-Ν, κατά μήκος της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου. Έχει μέσο πλάτος 0,85μ, μειούμενο προς τα άνω και μέσο ύψος 1,80μ. Ο επίπεδος πυθμένας του, βρίσκεται σε απόλυτο υψόμετρο +6,26 έως +5,89μ πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε βάθος 7,50μ από το έδαφος. Η σήραγγα του δεν είναι επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα. Στα τοιχώματα διανοίχτηκαν κόγχες για την τοποθέτηση λύχνων. Ανά διαστήματα 24-36μ διανοίχτηκαν φρέατα επίσκεψης ή χρησιμοποιήθηκαν οι πρωιμότερες δεξαμενές για αυτό τον σκοπό, ακυρώνοντας την αρχική τους λειτουργία. Το υδραγωγείο εγκαταλείφθηκε την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο και τα φρέατα επίσκεψης επιχωματώθηκαν.
Χρηματοδότης: Αττικό Μετρό Α.Ε.