Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Η Γ' Ελληνική Δημοκρατία, η πιο μακρόχρονη περίοδος ομαλότητας της νεότερης ιστορίας μας, κλείνει σε λίγους μήνες, μισόν αιώνα ζωής.
Παρά τους κλυδωνισμούς, που αναπόφευκτα γνώρισε, υπήρξε, μια περίοδος πρωτοφανούς σταθερότητας, στην οποία οι Ελληνίδες και οι Έλληνες βίωσαν την ακλόνητη εδραίωση του κοινοβουλευτισμού, την εμπέδωση του κράτους δικαίου, την άρση κάθε υπολείμματος θεσμικού διχασμού.
Έτσι λοιπόν, είναι ανιστόρητο και επικίνδυνο να χρησιμοποιείται, σήμερα, στο κείμενο της πρότασης δυσπιστίας γλώσσα που παραπέμπει σε πολύ απομακρυσμένα και πολύ μαύρα χρόνια της ιστορίας μας.
Να γίνεται λόγος για κατεδάφιση του κράτους δικαίου, να περιλαμβάνονται καταγγελίες για συγκάλυψη, και υπαινιγμοί για χειραγωγούμενη δικαστική έρευνα.
Και, μάλιστα, όταν αυτά λέγονται από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, η οποία επεχείρησε, ως Κυβέρνηση, να χειραγωγήσει το τηλεοπτικό τοπίο και, σήμερα, να έχει στις τάξεις της κάποιον που καταδικάστηκε παμψηφεί από το Ειδικό Δικαστήριο.
Ζητά ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης τη διεξαγωγή άμεσων εκλογών με διεθνείς παρατηρητές.
Αν έχει απομείνει κάποιος, με επαρκείς ιστορικές γνώσεις στο ΣΥΡΙΖΑ, ας ενημερώσει τον Αρχηγό, ότι η τελευταία φορά, που έγιναν εθνικές εκλογές στην Ελλάδα παρουσία διεθνών παρατηρητών, ήταν το 1946, στις απαρχές του Εμφυλίου.
Και όχι μόνον αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο, πιο επικίνδυνο:
Ο Στέφανος Κασσελάκης καλεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει πρόσφατη νόμιμη λαϊκή εντολή και ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να παραιτηθεί ήρεμα. Τι σημαίνει να παραιτηθεί ήρεμα ο πρωθυπουργός της χώρας; Ας θυμίσει στον αρχηγό κάποιος με δημοκρατικές ευαισθησίες από το ΣΥΡΙΖΑ, ή από το ΠΑΣΟΚ ή τη Νέα Αριστερά, τους περιστασιακούς συμμάχους του, ποια ακριβώς καθεστώτα καλούν εκλεγμένους πρωθυπουργούς να αποχωρήσουν «ήρεμα».
Όμως, με την συγκεκριμένη πρόταση δυσπιστίας, έχουμε μια πρωτιά, σε αυτά τα πενήντα χρόνια μεταπολευτικού βίου. Ποτέ άλλοτε δεν κατατέθηκε τέτοια πρόταση υπογεγραμμένη από τέσσερα κόμματα.
Η σημερινή πρωτοβουλία του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ τεκμαίρει κάτι πολύ περισσότερο από τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης.
Αποτελεί την απόδειξη της αδυναμίας, όχι της συγκέντρωσης του απαιτούμενου αριθμού βουλευτών, αλλά της ανικανότητας των κομμάτων, του τόξου της δήθεν «προοδευτικής διακυβέρνησης», να αρθρώσουν ουσιαστικό αντιπολιτευτικό λόγο.
Συνασπίστηκαν μόνο για να αντιπαρατεθούν στην κυβέρνηση.
Στο πεδίο, όμως, της κατάθεσης ουσιαστικών προτάσεων για το μέλλον της χώρας, τις θορυβώδεις καταγγελίες διαδέχεται η κατατονική σιωπή.
Η κουραστική επανάληψη των αιτιάσεων «περί διάβρωσης του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας» είναι ένα τρύπιο παραπέτασμα, που δεν μπορεί να κρύψει τον ελέφαντα στο δωμάτιο: Την αδυναμία κάθε κόμματος της αντιπολίτευσης, όχι μόνο να αρθρώσει πειστικό και συγκροτημένο λόγο, αλλά να παρουσιάσει μια, έστω και εν μέρει, εφαρμόσιμη πρόταση.
Αντίθετα, ευτελίζουν, μια κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Και μάλιστα, πολλαπλώς.
Τα συνυπογράφοντα κόμματα δεν τα ενδιαφέρει πρωτίστως να αποδοκιμαστεί η Κυβέρνηση και οι πολιτικές της.
Ενδιαφέρονται για το ποιο, θα καταφέρει να πάρει κεφάλι στην αντιπολίτευση.
Δεν ενδιαφέρονται και δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν στην Κυβέρνηση.
Διαγκωνίζονται για την αντιπολιτευτική πρωτοκαθεδρία.
Η τωρινή τους σύμπραξη, η «πολύ καλή συνεργασία» τους, δεν είναι παρά εφήμερη.
Πλειοδοτούν σε κενό αντιπολιτευτικό λόγο, προσβλέποντας σε βραχυπρόθεσμα εκλογικά, αν όχι μόνο δημοσκοπικά, οφέλη.
Μετά από 104 χρόνια, έχουμε τη νεκρανάσταση της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», του συνασπισμού των αντιβενιζελικών, η οποία το 1920 κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά επέφερε εντέλει πολλά δεινά στη χώρα.
Αφορμή για την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης είναι τα υποτιθέμενα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα για συρραφή συνομιλιών εργαζόμενων του σιδηροδρόμου, που βρίσκονταν, σε κρίσιμες θέσεις, τις μοιραίες ώρες του δυστυχήματος.
Μόνον που αυτό ήταν γνωστό ήδη από τις πρώτες μέρες της ανείπωτης αυτής τραγωδίας.
Το στοιχείο αυτό έλαβε δημοσιότητα από την πρώτη στιγμή.
Και δεν υπήρξε, τότε, καμία ζέση της αντιπολίτευσης, ούτε να το καταγγείλει, ούτε να το αναδείξει σε δισκοπότηρο της υποτιθέμενης διάβρωσης του κράτους δικαίου.
Το θυμήθηκαν ετεροχρονισμένα, τώρα που κατέλαβε πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας.
Ει μη τι άλλο, καταρρίπτεται με πάταγο ένα άλλο προσφιλές επιχείρημα της αντιπολίτευσης, αυτό περί δήθεν κατάπνιξης της ελευθεροτυπίας.
Γιατί αφορμή για την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας είναι ένα δημοσίευμα του, κατά τα άλλα, ασφυκτικά ελεγχόμενου τύπου.
Πότε είναι ελεγχόμενος ο τύπος; Πότε είναι ανεξάρτητος;
Ανάλογα φυσικά με τις διαθέσεις και τις βουλήσεις της αντιπολίτευσης.
Όμως, τύπος, ταυτόχρονα, ελεγχόμενος και ανεξάρτητος, είναι δύσκολο.
Στην πραγματικότητα, η αντιπολίτευση επισπεύδει την πρόταση δυσπιστίας, γιατί διαισθάνεται ότι της τελειώνει ο χρόνος. Έχει ανάγκη από μια μετωπική πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, καθώς σε λιγότερες από 80 μέρες θα διεξαχθούν οι Ευρωεκλογές.
Η πολιτική αντιπαράθεση, ακόμη και με σφοδρότητα, είναι απολύτως θεμιτή και θεσμική.
Ωστόσο, στην περίπτωσή μας η αντιπολίτευση κατανοεί ότι δεν της έχει μείνει και πολύς χρόνος για να διαδίδει τις θεωρίες της.
Επειδή η ανακριτική διαδικασία βαίνει προς το τέλος της και η υπόθεση του τραγικού δυστυχήματος θα πάρει σύντομα τον δρόμο προς τη δικαστική αίθουσα.
Με, όσα έχουν γίνει γνωστά, διαφαίνεται ότι θα πρόκειται για πολυπληθή δίκη. Κάτι που δεν συνάδει με συγκαλύψεις και χειραγωγήσεις. Μεταξύ δε των, έως τώρα κατηγορουμένων, καταλέγονται και πρόσωπα που δεν συνδέονται άμεσα με τις ενέργειες που έλαβαν χώρα τη μοιραία νύχτα.
Η αντιπολίτευση κάνει σαν να μη θυμάται, τη συστηματική παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Κυκλοφορίας, επτά φορές, μέσα σε μόλις πέντε λεπτά, εκείνη την τρομερή νύχτα. Σαν να μην υπήρξαν κατάφωρα και εξόφθαλμα ανθρώπινα λάθη εκείνα τα λεπτά. Σαν οι ευθύνες να είναι αποκλειστικά συστημικές.
Η Κυβέρνηση, όχι μόνο έχει αποφύγει κάθε σχόλιο επί της ουσίας της υπόθεσης, που βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των δικαστικών αρχών, αλλά παρέχει στις δικαστικές αρχές κάθε πρόσφορο μέσο για τη διαλεύκανσή της, χωρίς χρονοτριβή.
Περίεργη, στα αλήθεια, η συγκάλυψη μιας υπόθεσης που παίρνει την άγουσα για το ακροατήριο, μόλις έναν χρόνο μετά την τραγωδία. Όταν άλλες πολύνεκρες καταστροφές χρειάζονται χρόνια για να εκκαθαριστούν δικαστικά. ΚΑΙ μη τις ξεχνάμε. Είναι πολύ πρόσφατες
Αυτό το προβληματικό, κατά την αντιπολίτευση, κράτος δικαίου και οι θεσμοί του καταφέρνουν να διερευνήσουν μια υπόθεση, με δεκάδες εμπλεκόμενους και σύνθετες παραμέτρους, σε χρόνο ρεκόρ, συμβαίνει σε αυτήν την κυβερνητική θητεία και με αυτήν την κυβέρνηση .
Όμως, η αντιπολίτευση, στην πραγματικότητα, δεν θέλει τη γρήγορη και αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης. Επειδή, έτσι, θα μπει οριστικό τέλος στη θολή εικοτολογία, στα σενάρια συνομωσίας, στις διαδόσεις που διασπείρονται ανενδοίαστα.
Θα σημάνει το τέλος της εκμετάλλευσης του πόνου και του πένθους. Ο λόγος θα ανήκει στα θεσμικά όργανα της δικαιοκρατούμενης Πολιτείας.
Ας σταματήσουν, οι συνυπογράφοντες την πρόταση δυσπιστίας, την εργαλειοποίηση του πόνου, που δεν είναι κομματικός, αλλά συλλογικός.
Ας κατανοήσουν, ότι η ταύτιση με τα θύματα και το πένθος ήταν και είναι καθολικά, πέρα από κομματικές γραμμές, και ότι όποιος επιχειρεί, με πρακτικές άλλων εποχών, να τα μερικεύσει ή να τα οικειοποιηθεί, αποξενώνεται και απαξιώνεται νομοτελειακά από την ίδια την κοινωνία.
Οδηγείται, συνεπώς, εύλογα κανείς να αναρωτηθεί;
Γιατί τώρα και όχι, πριν από μερικούς μήνες, η δήθεν αποκάλυψη περί συρραφής ηχητικών τεκμηρίων;
Γιατί τώρα, που η ανακριτική διαδικασία βαίνει προς το τέλος της και σύντομα θα ακολουθήσει η δίκη;
Ποιοι ακριβώς εξυπηρετούνται με την ανακίνηση ενός θέματος που είναι γνωστό εδώ και μήνες;
Θα φανεί στην πορεία.
Σήμερα, είναι φανερό ότι υπάρχουν δυνάμεις που δεν είναι ικανοποιημένες με την αταλάντευτη πορεία σταθερότητας, που ακολουθεί η χώρα, εδώ και πέντε σχεδόν χρόνια.
Που θα προτιμούσαν, όπως και στο παρελθόν, μια κυβέρνηση αλλοπρόσαλλη και ανίσχυρη, χωρίς ισχυρή φωνή και αποδοχή, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, που δεν θα στεκόταν εμπόδιο σε άδηλες επιδιώξεις.
Και είναι πια πασίδηλο, γιατί θέλουν να πλήξουν την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη:
Επειδή υπηρετεί με συνέπεια ένα σχέδιο δυναμικής ανόρθωσης και ανάπτυξης της πατρίδας, με ωφελούμενους όλους τους πολίτες.
Αυτό είναι που ενοχλεί. Η ισχυρή Ελλάδα.
Και αυτός είναι ο στόχος της πρότασης δυσπιστίας.
Να κλονιστεί η σταθερότητα, πολιτική, οικονομική και κοινωνική, που κατακτήθηκε με τεράστιους κόπους και θυσίες του ελληνικού λαού.
Αυτό, και μόνον, αρκεί, κυρίες και κύριοι βουλευτές, για να καταψηφιστεί εμφατικά η πρόταση δυσπιστίας της δήθεν προοδευτικής αντιπολίτευσης.
Σας ευχαριστώ.