Η Μελίνα ο μύθος.
Κάθε εκατό χρόνια γεννιέται ένα πλάσμα που το λένε Μελίνα. Αλλά αν το σκεφθείτε η δική μας Μελίνα ήταν το τέλειο δείγμα γυναίκας που μπορούσε να μεγαλώσει και να ανθίσει σε κάθε εποχή, απαντώντας στον καθρέφτη του καιρού της.
Ηταν ωραία και άφοβη.
Ηταν αστή, μεγαλοαστή και ασύμβατη.
Ηταν γενναία για ό,τι πίστεψε πολύ και υποτακτική σε ό,τι αγάπησε πολύ.
Ηταν ερωτευμένη σε όλη της τη ζωή με τη ζωή κι έζησε σε μια ζωή εκατό ζωές και κάθε μια χωριστά. Τίς χάρηκε, τις ρούφηξε ως το μεδούλι τους. Πέρασε ανάμεσα μας φορώντας ένα ολομέταξο κόκκινο φουστάνι κι έτσι χάθηκε, πέρα στον ορίζοντα.
Ηταν ελεύθερη, με μια εξαίσια τρέλα που κάνει τη στιγμή να φαίνεται αιώνας.
Η Μελίνα που ηθελημένα και προκλητικά έσπαζε όλα τα κοινωνικά μέτρα που έθετε η εποχή της.
Οι ιστορίες που μας αφηγήθηκε μόνο μια ευφάνταστη πένα θα μπορούσε να τις είχε γράψει. Η διαφορά είναι ότι η Μελίνα δεν τις είχε εφεύρει. Τις είχε ζήσει και τις ομολογούσε αυτάρεσκα και ταυτόχρονα με τον αυθορμητισμό της έφηβης.
Εγερνε πίσω το κεφάλι της, κάνοντας να φαίνεται ακόμη ωραιότερος ο κύκνειος λαιμός της και ξεσπούσε σ ένα γέλιο που ανάβλυζε κατ' ευθείαν από την καρδιά της. Εκείνο το γέλιο, σα γάργαρο νερό, που πλημμύριζε τα δωμάτια, στις παρυφές του Λυκαβηττού, με ήχους που σημαίνουν τα πάντα και το τίποτε, το τίποτε που όμως έκανε εκείνη τη στιγμή μοναδική.
Οι γύρω της είχαν πάντα την αίσθηση του προνομιούχου ακριβώς επειδή τους καλούσε να είναι γύρω της. Kι εκείνη είχε τον τρόπο της να δίνει στον καθένα την εντύπωση ότι τους επέλεγε, ότι τους δεχόταν, γιατί ήταν ξεχωριστοί.
Και μετά, έρχονταν οι λίμνες των ματιών της. Κάτι σαν υγρό πράσινο και κάτι σαν χρυσαφί, θυμάμαι. Κάτι που σε καθρέφτιζε και σε μαγνήτιζε. Το λεπτό που σε κοιτούσε ένιωθες ότι η Μελίνα μόνη της είναι ένας κόσμος ολόκληρος.
Σ' αυτή τη γυναίκα δύσκολα ξεχωρίζεις τη Μελίνα του αγώνα, από τη Μελίνα της σκηνής, τη Μελίνα στις γειτονιές της Β' Πειραιά από τη Μελίνα των μεγάλων σαλονιών της Ευρώπης, τη Μελίνα του θαυμασμού του Μιττεράν από τη Μελίνα των δεκάδων ρόλων της ζωή της.
Μια φίλη, μου έλεγε ότι σ' ένα ταξίδι του Παπανδρέου στη Στοκχόλμη, η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα είχε γράψει: «Ηρθε η Μελίνα συνοδευόμενη από τον Ανδρέα Παπανδρέου». Και αυτό γιατί κανείς δε μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της.
Ηταν φτιαγμένη για να βάζει μεγάλους στόχους:
Αυτά τα Μάρμαρα είναι δικά μας, είπε. Πρέπει να επιστρέψουν. Δεν πρόλαβε να δει την επιστροφή τους, αλλά το σπίτι τους κτίστηκε εκεί που η Μελίνα επέλεξε. Εκείνη τα περιμένει, όταν ωριμάσει ο καιρός και έρθει η ώρα της επιστροφής τους. Γιατί θα έρθουν εδώ που ανήκουν. Θα έρθουν εδώ που ανήκουν.
«Αυτή η Δημοκρατία, είπε, δεν αντέχει τη χούντα». Γι αυτή τη Δημοκρατία που εμείς χαιρόμαστε, εκείνη αλυσοδέθηκε έξω από το Λευκό Οίκο για να εκθέσει τη διδακτορία κι έτσι έγινε πρωτοσέλιδο σε όλον τον τύπο, όλου του κόσμου.
«Αυτή η ιδέα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, καλή μου φαίνεται», είπε. Και έτσι ξεκίνησε ένας θεσμός που ενώνει σήμερα όλη την Ευρώπη.
«Θα πας τον Μπρεχτ περιοδεία σε όλη την επαρχία, τη ρώτησαν, κάπως ειρωνικά». «Όχι», είπε, «Θα τον εγκαταστήσω σε όλα τα θέατρα της επαρχίας, ώσπου να γίνει ένα μαζί τους». Και έτσι γεννήθηκαν τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα και μπορεί ο Μπρεχτ να μοιάζει παλλαϊκός, αλλά ο κύκλος με τη κιμωλία που χάραξε η Μελίνα δεν πρέπει ποτέ να κλείσει.
Κλείνει ένα θέατρο και σκοτεινιάζει ένα μέρος του κόσμου.
Η Μελίνα, που σήμερα θυμόμαστε ότι γεννήθηκε πριν από εκατό χρόνια, θα ζήσει τόσα κι άλλα τόσα, γιατί πια ό,τι και να πούμε γι αυτήν γινόμαστε πιστευτοί. Ο μύθος δεν έχει αλήθεια, ούτε ψέμα. Είναι κυρίαρχος. Εχει μια σφριγηλή αιωνιότητα που περνάει από στόμα σε στόμα και φωλιάζει από μνήμη σε μνήμη. Ωσπου γίνεται μια κατάκτηση παγκόσμια.
Η Μελίνα είναι ένας μύθος, από εκείνους που χρειάζεται η Ελλάδα. Από εκείνους που χρειάζονται οι τρείς νεαρές ηθοποιοί που έφτασαν ως εδώ, καταθέτοντας πάνω στη σκηνή το ταλέντο τους. Αυτή η μία που θα επιλεγεί, με τίμια διαδικασία, θα φορά την καρφίτσα της Μελίνας στο πέτο της. Θα πρέπει να τη φέρει με την ίδια φιλάρεσκη τέχνη, όπως εκείνη.
Εγώ, που τύχη αγαθή, με έκανε να μιλώ απόψε για τη Μελίνα ενώπιον Σας, την γνώρισα, αλλά δεν την έζησα, όπως οι ελάχιστοι ευτυχείς, ανάμεσά μας. Μια πρώτη φορά πήγα στο γραφείο της, στο γραφείο της κυρίας Υπουργού Πολιτισμού στην οδό Αριστείδου με τον καθηγητή μου. Εγώ 22 χρονών, κι έμεινα να τη κοιτάζω, καθώς με ρωτούσε γιατί επέλεξα να γίνω αρχαιολόγος. Η τύχη θέλησε για περισσότερο από δώδεκα χρόνια να βλέπω γραφείο της απέναντι από το γραφείο του Υπουργού. Το γραφείο, που εκείνη είχε επιλέξει, αλλά δεν πρόλαβε να καθίσει. Και κανείς δεν κάθεται σ' αυτό και ούτε θα καθίσει.
Γιατί με τον μύθο ποιος τρελάθηκε να αναμετρηθεί.
Σας ευχαριστώ.