Είναι άραγε τόσο βαριά η αρχαία πολιτιστική μας κληρονομιά, όσο την περιγράφει ο Γιώργος Σεφέρης στους γνωστούς στίχους από το «Μυθιστόρημα»;
Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ
τ᾿ ἀκουμπήσω.
Και πώς συνομιλούν οι στίχοι αυτοί με την επίσης γνωστή φράση από τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, με την οποία αποτρέπει κάποιους στρατιώτες που ετοιμάζονταν να πουλήσουν δύο αρχαία αγάλματα;
Γι' αυτά πολεμήσαμε.
Η ύπαρξη του νεότερου ελληνικού κράτους συνδέεται άρρηκτα με την αρχαιότητα και τη λαμπρή κληρονομιά της από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του. Αυτήν τη σχέση επικαλείται το νεοσύστατο κράτος, προκειμένου να συγκροτήσει εθνική ταυτότητα και να ενοποιήσει τους πληθυσμούς που κατοικούν στην απελευθερωμένη από την οθωμανική αυτοκρατορία Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία μετρά τα χρόνια της ζωής της παράλληλα με αυτά του ελληνικού κράτους.
Αυτή η καταγωγική επίκληση, ρητή αποδοχή της κληρονομιάς από τον κληρονόμο, αναδύεται μέσα από την Επανάσταση και ως απόηχος του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνει τότε η Ευρώπη και τη δική της σχέση με την κλασική αρχαιότητα. Θυσιάζοντας άλλα χαρακτηριστικά του αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία, που ίσως τον έφερναν πιο κοντά στα ριζοσπαστικά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα που ξεσπούν το ίδιο διάστημα σε άλλες χώρες.
Η επίκληση της αυθεντικότητας της καταγωγής και της αδιάλειπτης συνέχειας του έθνους μέσα στην ιστορία, ακουμπούν πάνω στις οικουμενικές αρχές της κλασικής αρχαιότητας, για να διαμορφώσουν το εθνικό αφήγημα, που παραμένει παρόν σε όλη τη διάρκεια της σχεδόν δύο αιώνων ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Η σχέση του κληρονόμου με την κληρονομιά δεν είναι πάντα εύκολη. Τον θέτει διαρκώς ενώπιον ενός αξιακού πήχυ από τον οποίο συνήθως αποδεικνύεται κατώτερος. Απαιτεί απ' αυτόν μόχθο και εργασία για να αποδείξει πως αξίζει την κληρονομιά του, αλλά και πως επιδεικνύει προς αυτήν τον δέοντα σεβασμό.
Ενίοτε εκτρέπεται προς την υπερβολή και το γκροτέσκο -αρκεί να θυμηθούμε τις πρόσφατες εικόνες μεταμφιεσμένων μακεδονομάχων στα συλλαλητήρια ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Ή εργαλειοποιείται για να υπηρετήσει εθνικιστικές ιδεολογικές κατασκευές και μισαλλόδοξους λόγους. Δεν είναι τυχαία η χρήση του αρχαίου παρελθόντος από όλες τις δικτατορίες.
Η σχέση μας με την πολιτιστική κληρονομιά παράγει πολιτική. Αλλά και παράγεται από την πολιτική.
Αφήνοντας στην άκρη ωστόσο την εργαλειακή χρήση της αρχαιότητας, δεν μπορούμε να μην αποδεχτούμε το προφανές, το υλικό ίχνος των μνημείων και των τόπων της πολιτιστικής κληρονομιάς σε κάθε γωνιά της χώρας, τον πλούτο των μουσείων μας, το γλωσσικό ίχνος που μας συνδέει κι αυτό με τον αρχαίο κόσμο.
Το υπουργείο Πολιτισμού εκ των πραγμάτων και κατ' εξοχήν αναλαμβάνει το βάρος αυτής της σχέσης. Είναι εμφανές από τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται ο προϋπολογισμός του και επιμερίζονται οι δράσεις του. Η μερίδα του λέοντος προορίζεται για την πολιτιστική κληρονομιά, για τη διάσωση, την προστασία, την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και μουσείων. Αλλά και για την προβολή και τη διαχείρισή τους, μιας και αυτή η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί έναν από τους βασικότερους πόλους έλξης εκατομμυρίων επισκεπτών στη χώρα μας, προσδίδοντας στο ήδη φορτισμένο ιδεολογικά και συναισθηματικά παρελθόν, αξία οικονομική και αναπτυξιακή.
Η μέριμνα για την προστασία, την ανάδειξη και τη διαχείριση των αρχαιοτήτων αποτελεί καθήκον διαρκές και αναπόδραστο προς μια κληρονομιά που διαρκώς αυξάνεται, αποκαλύπτεται νέα, είτε κυριολεκτικά, με νέες ανασκαφές και νέα ευρήματα, είτε μεταφορικά, αφού κάθε εποχή ξαναδιαβάζει το παρελθόν της, θέτει σ' αυτό νέα ερωτήματα και επεξεργάζεται καινούργιες αναγνώσεις του.
Ζούμε σε μια εποχή που οι κλασικές σπουδές περνούν τη δική τους κρίση πλάι στη γενικότερη κρίση και απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών μέσα σε ένα νεοφιλελεύθερο κόσμο, που είτε υποτάσσει τα πάντα στην αγορά είτε εργαλειοποιεί την επιστήμη. Την ίδια στιγμή, εντός της επικράτειάς τους, οι κλασικές σπουδές ανανεώνονται, ανοίγονται στις κριτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης θεωρίας, αναστοχάζονται πάνω στις πρακτικές και τις παραδοχές τους, προβάλλουν στον αρχαίο κόσμο ερωτήματα που θέτει ο σημερινός, ενσωματώνουν την ψηφιακή πραγματικότητα, υιοθετούν έννοιες και θεωρητικά σχήματα άλλων επιστημών και κριτικών προσεγγίσεων.
Σ' αυτό το πλαίσιο καλούμαστε να ξαναδούμε τη σχέση μας με την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά και μάλιστα πολυεπίπεδα. Από τον τρόπο που ασκούμε την αρχαιολογία μέχρι τον τρόπο με τον οποίο διδάσκουμε το παρελθόν μας στα σχολεία. Από τον τρόπο που διά της αρχαιολογίας ασκούμε πολιτική μέχρι τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε το μνημειακό μας απόθεμα για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τόπου. Μέσα από τον πολιτιστικό τουρισμό και τις ιδιαίτερες ποιότητες που μπορεί να προσφέρει. Μέσα από τον συγκερασμό των επενδύσεων και της ανάπτυξης με την προστασία και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς -όλοι θυμόμαστε τις περιπτώσεις του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης, του Ελληνικού και της Αφάντου, πώς είχαν αντιμετωπιστεί παλαιότερα και τις αμοιβαία επωφελείς λύσεις που δόθηκαν τελικά. Μέσα από την κοινωνικοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, δηλαδή την οργανική ένταξή της στη σύγχρονη ζωή και το άνοιγμά της στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Έχει η ίδια η πολιτιστική κληρονομιά τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα; Θα έλεγα πως όχι. Η εμπειρία αποδεικνύει πως είναι τα ερωτήματα αυτά που παράγουν τις απαντήσεις, πως οι τελευταίες δεν προϋπάρχουν. Επομένως, αυτό που καλούμαστε να κάνουμε είναι να θέσουμε τα κατάλληλα, τα αναγκαία ερωτήματα, αυτά που θα μας οδηγήσουν να διαμορφώσουμε τις απαντήσεις που θα κάνουν τον κόσμο μας καλύτερο και τη σχέση μας με το παρελθόν ουσιαστικότερη.
Η σημερινή συνάντηση έχει αυτόν ακριβώς τον σκοπό, να διερευνήσει τον τρόπο που θέτουμε τα ερωτήματα και τον τρόπο που διαβάζουμε το παρελθόν και τα ίχνη του. Ξεκινώντας από τους κατεξοχήν αρμόδιους, ως μια αρχή ενός ευρύτερου απολύτως αναγκαίου διαλόγου.