Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές, ιδιαίτερες και επιδραστικές φυσιογνωμίες στο νεοελληνικό θέατρο. Ώριμη, ήδη, από το πρώτο της κείμενο, εξερεύνησε τον θεατρικό λόγο και τους δεσμούς ανάμεσα στα πρόσωπα, μέσα από μια συνεχή ανανέωση των εκφραστικών της μέσων. Στα έργα της θα βρούμε ολόκληρη την μεταπολεμική Ελλάδα και την Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Το τραύμα, τη μοναξιά, την ήττα και μαζί την αλλοτρίωση, τα αδιέξοδα των νέων ανθρώπων, τις κοινωνικές αλλαγές. Το έργο της Αναγνωστάκη κατάφερε να σταθεί στο ίδιο ύψος με τα αντίστοιχα έργα στις σκηνές της Ευρώπης, να συνδυάσει τις κατακτήσεις του μοντερνισμού με την ελληνικότητα και το σημαντικότερο να παραμένει πάντοτε νέο και αγέραστο από ανάγνωση σε ανάγνωση, από παράσταση σε παράσταση, σε κάθε εποχή.
Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη έχει υπάρξει για μένα οδηγός της ενηλικίωσης μου στην τέχνη του θεάτρου.
Ξεκινώντας απο την δραματική σχολή του Εθνικού στο μάθημα της Ελένης Χατζηαργύρη μυήθηκα μέσα από την άσκησή μου στην "Συναναστροφή" στο ποιητικό, μη ρεαλιστικό θέατρο που καθόρισε την δουλειά μου στην εξέλιξή της. Γοητεύτηκα από τα επίπεδα της γραφής της, που ήταν πλούσια σε "κρυφά φάρδητα", όπως έλεγαν οι παλιοί μαστόροι, δηλαδή σήμαιναν δεν εξηγούσαν, και εννοούσαν πολύ περισσότερα απ' όσα έλεγαν οι λέξεις.
Μετά, δίπλα στον Κουν, είχα την μοναδική τύχη να συμμετέχω στην παράσταση της "Κασέτας", μαζί με υπέροχους ηθοποιούς, τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Γιώργο Αρμένη, τον Σπύρο Κωσταντόπουλο, την Σοφία Ολυμπίου, την Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, τον μαθητή ακόμα τότε Λάζαρο Γεωργακόπουλο. Αναφέρω όλη τη διανομή γιατί ήταν μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη απήχηση, παίχτηκε τρεις σαιζόν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ο Κουν μου εμπιστεύτηκε την Καίτη, τον κωμικό ρόλο του έργου, που αποκάλυπτε όμως και την τραγική πτυχή του λαϊκού ανθρώπου. Ήταν για μένα ένα σπάνιο δώρο και εκεί σε αυτή την παράσταση ανακάλυψα πολλά από τα εργαλεία που με καθόρισαν μετά. Ενώ παίζοντας ένα έργο γραμμένο στη γλώσσα μου ένιωσα την πολυπόθητη για τον ηθοποιό απελευθέρωση στην αμεσότητα. Εκεί είχα και την μοναδική εμπειρία να γνωρίσω από κοντά την γοητευτικά αινιγματική Λούλα Αναγνωστάκη.
Από το 1986 και μετά άρχισα να διδάσκω. Αγαπημένο μου έργο που έδινα πάντα όταν δίδασκα νεοελληνικό θέατρο ήταν "Η Παρέλαση ", που ενώ απελευθέρωνε υποκριτικά τα παιδιά, τα προφύλασσε σοφά από την ευκολία ενός "εύκολου", αυτονόητου παιξίματος.
Όταν το 1993 ανέλαβα τη διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, η πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησα για το θέατρο ήταν "Ο Ήχος του Όπλου", σαν φόρος τιμής στον Κουν και στη Λούλα. Έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στο χιούμορ που ένιωθα ότι είχε η συγγραφέας. Στο τηλέφωνο θυμάμαι με ρώταγε και χαιρόταν με τις ατάκες που έβγαζαν γέλιο. Το έργο με οδήγησε σε ποιητικούς δρόμους που με καθόρισαν σκηνοθετικά στις μετέπειτα δουλειές μου σαν σκηνοθέτης. Με το Απόστολο Βέττα σκηνικά και κοστούμια, τον Δήμο Αβδελιώδη υλικό βίντεο, τους εξαίρετους ηθοποιούς Βίκυ Ψαλτίδου Αλεξάνδρα Παντελάκη, Χρίστο Νίνη, Μιχάλη Ρίζο, Γεράσιμο Γεννατά, Κατερίνα Μανωλέα.
Η τελευταία μου δουλειά σαν ηθοποιός πάνω στο έργο της Λούλας ήταν στον "Ουρανό Κατακόκκινο- Σε σας που με Ακούτε", σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή στον χώρο "Προσωρινό". Ήταν μια ευτυχισμένη στιγμή για όλους μας. Ο Κωνσταντίνος είχε απόλυτα ταυτιστεί με την Λούλα, έχοντας μια λατρεία για αυτήν και όντας πολύ κοντά της τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Την επισκεπτόμουν κι εγώ τακτικά τότε.
Δεν μπορούσε να έλθει στο θέατρο, και πρότεινε να παίξω το έργο εκεί δίπλα της. Το έκανα. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία που δεν περιγράφεται. Την κρατάω σαν φυλαχτό. Εκεί ένιωσα ότι έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος της διαδρομής μου στο θέατρο και άνοιξε ένα παράθυρο σε μια νέα , άγνωστη , ανεξερεύνητη θεατρική χώρα. Λούλα σε ευχαριστώ!